ζέφω

ζέφω
και ζένω
1. βρομώ, ζέχνω
2. ζεύω, βάζω στον ζυγό («ζέφω το βόδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. ζέφω ή ζένω με τη σημ. 1 βλ. λ. ζέχνω, ενώ με τη σημ. 2. πρόκειται για σχηματισμό κατά τα ρήματα σε -φω (πρβλ. γράφω, τρέφω κ.ά.) τού ρ. ζεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”